- αλευροσκούληκο
- το , αλευροσκώληξ ο мучной червь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευροσκούληκο — Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριδών, που ζει στις σιταποθήκες και στους αλευρόμυλους, όπου τα έντομα αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στα τσουβάλια με το αλεύρι και οι προνύμφες τους βρίσκουν έτσι άφθονη τροφή αμέσως μετά την εκκόλαψή… … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek